ξυλοσπόγγιον
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
τό,
A sponge on a stick, Hippiatr.69,100.
German (Pape)
[Seite 281] τό, dim. zum Folgdn, Sp.
Greek Monolingual
ξυλοσπόγγιον, τὁ, ἡ ξυλόσπογγος, ὁ (Α)
σπόγγος δεμένος στο άκρο ξύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + σπογγίον.