οἰκοφόρος
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
ον,
A bearing one's house, ἔθνη Scymn.854, Peripl.M.Eux. 49.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοφόρος: oν, ὁ φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ τὸν οἶκον, οἰκοφόρα ἔθνη Σκύμν. Ἀποσπ. 115, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, - quorum plaustra vagas rite trahunt domos.
Greek Monolingual
οἰκοφόρος, -ον (Α)
(για τους Σκύθες) αυτός που μεταφέρει μαζί του το σπίτι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -φόρος].