οίκοθεν

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

οἴκοθεν και οἴκοθε)
επίρρ.
1. από το σπίτι, από την οικία («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε», Πίνδ.)
2. από την πατρίδαοἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν», Πλάτ.)
3. αφ' εαυτού, αυτοπροαίρετα, εκουσίως
4. με προσωπική κρίση («λέγειν μὲν οἴκοθεν οὐδέν», Φίλ.)
νεοελλ.
φρ. «νοείται οίκοθεν» — είναι αυτονόητο
αρχ.
1. (συχνά χωρίς έννοια κινήσεως) στο σπίτι ή στην πατρίδαοἴκοθεν τὸν πόλεμον ἔχειν», Πλάτ.)
2. εκ φύσεως, εξ ιδιοσυστασίας, από φυσικού («τὸν νοῡν διδάσκαλον οἴκοθεν ἔχουσα», Ευρ.)
3. εξ ολοκλήρου, απολύτως («ψευδεῑς οἴκοθεν δόξας ἔχοντες», Αισχίν.)
4. (ενάρθρως αντί ουσ.) α) οἴκοθεν
ο πάτριος
β) τὰ οἴκοθεν
οι οικιακές υποθέσεις
5. φρ. α) «εὐθὺς οἴκοθεν ὑπάρχει παισὶν οὖσιν» — υπάρχει από μικρή ηλικία
β) «τὸ γένος οἴκοθεν»
(για δούλο) οικογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. -θεν / -θε (πρβλ. ουρανό-θεν, ποντό-θεν)].