οκτάκλινος

From LSJ
Revision as of 10:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀκτάκλινος, -ον)
(για δωμάτιο) αυτός που χωρεί ή περιλαμβάνει οκτώ κλίνες («οκτάκλινη αίθουσα νοσοκομείου»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οκτάκλινο
δωμάτιο με οκτώ κλίνες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. αίθουσα φαγητού με οκτώ κλίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. τρίκλινος].