ὁμαδεύω
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
(ὅμαδος)
A collect, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 328] versammeln, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμᾰδεύω: (ὅμαδος) ἀθροίζω, κοινῶς μαζεύω, Ἡσύχ.· σωρεύω, «ὡμάδευσεν, ἐσώρευσεν» Σουΐδ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 158.
Greek Monolingual
ὁμαδεύω (Α) όμαδος
(κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδ.) αθροίζω, σωρεύω.