ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
ὁμοκλητήρ, -ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. ὁμοκλήτειρα)
αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις ὀπίσσω τετράφθω προτὶ νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοκλάω, -έω + επίθημα -τηρ (πρβλ. φρουρητήρ)].