ομόβιος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
ὁμόβιος, -ον (Α)
1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον άλλο
2. αυτός που μετέχει στην ίδια ζωή
3. ομότοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος].