τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
ὁμόβιος, -ον (Α)
1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον άλλο
2. αυτός που μετέχει στην ίδια ζωή
3. ομότοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος].