ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
-α, -ο (ΑΜ ὀρεσίβιος, -ον, Α και ὀρέσβιος, -ον)
αυτός που διαμένει στα όρη, βουνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- / ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος)].