ὀρθόκωλος
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ον,
A with limbs fixed in extended position, ib.623 ; ἵπποι τὰ γόνατα ἔχοντες σκληρὰ καὶ ὅμοια τοῖς ὀρθοκοίλοις (sic) Hippiatr.115.
German (Pape)
[Seite 375] mit graden, steifgewordenen Gliedern, die nicht mehr gekrümmt werden können, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόκωλος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθά, σκληρὰ μέλη, Γαλην.
Greek Monolingual
ὀρθόκωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει άκαμπτα, τεντωμένα σκέλη, ορθόκυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κωλος (< κῶλον «σκέλος»), πρβλ. μακρό-κωλος].