ορμίζω

From LSJ
Revision as of 10:23, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

ὁρμίζω) [όρμος (II)]
1. οδηγώ πλοίο σε όρμο προκειμένου να αγκυροβολήσει
2. μέσ. ορμίζομαι
αγκυροβολώ σε λιμάνι
αρχ.
1. φέρω προς την ξηρά, αποθέτω στην παραλία
2. μτφ. περιτυλίσσω, δένω
3. ρίχνω άγκυρα στα ανοιχτά
4. παθ. μτφ. α) οδηγούμαι, προσάγομαι σε ασφαλές μέρος
β) εισπλέω στο λιμάνι του θανάτου («τὴν ὅρμισιν τὴν τελευταίαν ὁρμιζομένων τὸ θεῖον οὐκ ἀμελεῑ», Αιλ.).