ὀροτύπος

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροτύπος Medium diacritics: ὀροτύπος Low diacritics: οροτύπος Capitals: ΟΡΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: orotýpos Transliteration B: orotypos Transliteration C: orotypos Beta Code: o)rotu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A dashing down a mountain, ὕδωρ A.Th.85 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 386] = ὀρειτύπος, ὕδωρ, Aesch. Spt. 85; Phot. erkl. auch ὑλοτόμος. Vgl. ὀροιτύπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροτύπος: [ῠ], -ον, = ὀρειτύπος, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 85.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui bat le flanc d’une montagne (torrent).
Étymologie: ὄρος, τύπτω.

Greek Monolingual

ὀροτύπος, -ον (Α)
βλ. ορειτύπος.

Greek Monotonic

ὀροτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που πηγάζει, που φέρεται από το βουνό, σε Αισχύλ.