μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
ὀρθολεκτῶ, -έω (ΑΜ)
εκφράζομαι ορθά, μιλώ σωστά, ορθολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -λεκτῶ (< -λεκτός < λέγω), πρβλ. καλλιλεκτώ].