ουραγός
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
Greek Monolingual
ο (Α οὐραγός)
1. ο αρχηγός της ουραγίας, της οπισθοφυλακής
2. ο τελευταίος σε σειρά ή σε κατάταξη
νεοελλ.
1. στρ. υπαξιωματικός που τοποθετείται τελευταίος σε τμήμα το οποίο βρίσκεται σε πορεία
2. ναυτ. το τελευταίο πλοίο σχηματισμού ή νηοπομπής
3. μτφ. ο αχώριστος σύντροφος κάποιου ή, γενικά, ο οπαδός πολιτικής κίνησης, σε αντιδιαστολή προς τον πρωτοπόρο ή τον ηγέτη της
4. ανατ. ο ουραχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + -ᾱγός (< ἄγω), πρβλ. λοχαγός].