Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
(Α οὐδαμόθεν)
επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενά («οὐδαμόθεν μαθών», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μηδαμόθεν)].