μηδαμόθεν

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδᾰμόθεν Medium diacritics: μηδαμόθεν Low diacritics: μηδαμόθεν Capitals: ΜΗΔΑΜΟΘΕΝ
Transliteration A: mēdamóthen Transliteration B: mēdamothen Transliteration C: midamothen Beta Code: mhdamo/qen

English (LSJ)

Adv. of μηδαμός, from no place, X.Cyr. 8.7.14; μηδαμόθεν ἄλλοθεν = from no other place, Pl.Phd. 70e, GDIiv p.876 (Chios, iv B.C.), etc.; μηδεὶς μηδαμόθεν, Lat. nullius filius, D.21.148.

German (Pape)

[Seite 169] von keiner Seite her; μηδ. ἄλλοθεν αὐτὸ γίγνεσθαι ἢ ἐκ τοῦ αὐτῷ ἐναντίου, Plat. Phaed. 70 e; Xen. Cyr. 8, 7, 14; Pol. 5, 2, 8.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'aucun endroit, d'aucune sorte.
Étymologie: μηδαμός, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

μηδαμόθεν: adv. ниоткуда: μηδαμόθεν ἄλλοθεν Plat. ниоткуда больше.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμόθεν: Ἐπίρρ. τοῦ μηδαμός, ἐκ μηδενὸς τόπου ἢ προσώπου, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14· μηδαμόθεν ἄλλοθεν, ἐκ μηδενὸς ἄλλου τόπου, Πλάτ. Φαίδων 70Ε, κτλ.· μηδεὶς μηδαμόθεν Δημηδαμόθεν 562. 24.

Greek Monolingual

μηδαμόθεν και μηθαμόθεν (Α)
επίρρ.
1. από κανένα πρόσωπο ή από κανέναν τόπο, από πουθενά
2. από ταπεινή, ευτελή καταγωγή («πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῦσιν ἄνθρωποι καὶ μηδένα μηδαμόθεν», Δημηδαμόθεν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμηδαμόθεν κατάλ. -θεν (πρβλ. ουδαμόθεν)].

Greek Monotonic

μηδᾰμόθεν: επίρρ. του μηδαμός, από πουθενά, σε Ξεν.· μηδαμόθεν ἄλλοθεν, από κανέναν άλλον τόπο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[adverb of μηδαμός
from no place, Xen.; μηδαμόθεν ἄλλοθεν from no other place, Plat.

English (Woodhouse)

from nowhere

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)