παλαβομάρα
Greek Monolingual
και δ. γρφ. παλαβωμάρα, η
1. διανοητική ανισορροπία, παραφροσύνη, τρέλα
2. συμπεριφορά, λόγος ή πράξη, του παλαβού, ανθρώπου διανοητικά αρρώστου, ανοησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαβός / παλαβώνω + κατάλ. -μάρα (πρβλ. χαζομάρα)].
και δ. γρφ. παλαβωμάρα, η
1. διανοητική ανισορροπία, παραφροσύνη, τρέλα
2. συμπεριφορά, λόγος ή πράξη, του παλαβού, ανθρώπου διανοητικά αρρώστου, ανοησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαβός / παλαβώνω + κατάλ. -μάρα (πρβλ. χαζομάρα)].