παλαβομάρα

Revision as of 15:05, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και δ. γρφ. παλαβωμάρα, η
1. διανοητική ανισορροπία, παραφροσύνη, τρέλα
2. συμπεριφορά, λόγος ή πράξη, του παλαβού, ανθρώπου διανοητικά αρρώστου, ανοησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαβός / παλαβώνω + κατάλ. -μάρα (πρβλ. χαζομάρα)].