παλίμπλαγκτος

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπλαγκτος Medium diacritics: παλίμπλαγκτος Low diacritics: παλίμπλαγκτος Capitals: ΠΑΛΙΜΠΛΑΓΚΤΟΣ
Transliteration A: palímplanktos Transliteration B: palimplanktos Transliteration C: palimplagktos Beta Code: pali/mplagktos

English (LSJ)

ον,

   A back-driven, δρόμοι A.Pr.838.

German (Pape)

[Seite 448] hin und wieder irrend, zurückkehrend, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, Aesch. Prom. 840.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπλαγκτος: -ον, ὁ ὀπίσω πλανώμενος, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, ὀπισθορμήτοις δρόμοις, Αἰσχύλ. Πρ. 838.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre en revenant sur ses pas, errant.
Étymologie: πάλιν, πλάζω.

Greek Monolingual

παλίμπλαγκτος, -ον (Α) παλιμπλάζομαι
αυτός που οδηγεί προς τα πίσω ή αυτός που επιστρέφει πίσω («παλιμπλάγκτοισι δρόμοις», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πᾰλίμπλαγκτος: -ον, αυτός που περιπλανιέται πηγαίνοντας προς τα πίσω, σε Αισχύλ.