παραδακρύω
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
A weep beside or with, τινι Luc.Nav.2.
German (Pape)
[Seite 476] daneben oder dabei weinen, τινί, Luc. Navig. 2.
Greek (Liddell-Scott)
παραδακρύω: κλαίω πλησίον ἢ μετά τινος, τινὶ Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 2.
French (Bailly abrégé)
pleurer auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, δακρύω.
Greek Monolingual
Α
κλαίω κοντά σε κάποιον ή μαζί του.
Greek Monotonic
παραδακρύω: μέλ. -σω, κλαίω δίπλα ή μαζί με κάποιον, τινί, σε Λουκ.