παραδακρύω
From LSJ
ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)
English (LSJ)
weep beside or with, τινι Luc.Nav.2.
German (Pape)
[Seite 476] daneben oder dabei weinen, τινί, Luc. Navig. 2.
French (Bailly abrégé)
pleurer auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, δακρύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-δακρύω huilen bij.
Russian (Dvoretsky)
παραδακρύω: (при ком-л. или вместе с кем-л.) проливать слезы, плакать (τινί Luc.).
Greek Monolingual
Α
κλαίω κοντά σε κάποιον ή μαζί του.
Greek Monotonic
παραδακρύω: μέλ. -σω, κλαίω δίπλα ή μαζί με κάποιον, τινί, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παραδακρύω: κλαίω πλησίον ἢ μετά τινος, τινὶ Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 2.