παρακοιμητής

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακοιμητής Medium diacritics: παρακοιμητής Low diacritics: παρακοιμητής Capitals: ΠΑΡΑΚΟΙΜΗΤΗΣ
Transliteration A: parakoimētḗs Transliteration B: parakoimētēs Transliteration C: parakoimitis Beta Code: parakoimhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A guard, ib.

German (Pape)

[Seite 484] ὁ, der Daneben- oder Dabeischlafende, Beischläfer; auch παρακοιμιστής, Paul. Aeg.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρακοιμώμαι
άτομο που κοιμάται δίπλα σε κάποιον προκειμένου να τον φυλάει από τυχόν κινδύνους.