παρακολούθηση

Revision as of 12:50, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / παρακολούθησις, -ήσεως, ΝΑ παρακολουθώ
1. η ενέργεια του παρακολουθώ, το να ακολουθεί κανείς κάποιον από κοντά, να βαδίζει στα ίχνη του
2. σαφής αντίληψη, κατανόηση όσων λέγονται από κάποιον («είναι δύσκολη η παρακολούθηση τών σκέψεών του»)
νεοελλ.
1. συνεχές ενδιαφέρον για κάτι που λέγεται ή γίνεται με σκοπό την κατανόηση και την αποκόμιση γνώσεων («μόνιμο μέλημά του ήταν η παρακολούθηση τών προόδων της επιστήμης του»)
2. (με ειδ. σημ.) κατασκόπευση («η παρακολούθηση τών εμπόρων ναρκωτικών από την αστυνομία οδήγησε στη σύλληψή τους»)
3. φρ. «συστήματα παρακολούθησης»
τεχνολ. συλλογικός χαρακτηρισμός τών τεχνολογικών εφαρμογών και μέσων που χρησιμοποιούνται από τις αστυνομικές αρχές για συλλογή πληροφοριών και στοιχείων χρήσιμων στην πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος
αρχ.
1. εξαγωγή συμπεράσματος
2. στενή σχέση, αλληλουχίαπαρακολούθησις τοῦ αἰτίου καὶ οὗ αἴτιον», Αριστοτ.).