αποκόμιση

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

η
1. η μεταφορά κάποιου πράματος μακριά
2. φαινόμενο κατά το οποίο απομακρύνονται από την επιφάνεια του εδάφους υλικά που προέκυψαν από την αποσάθρωση (χαλίκια, άμμος, σκόνη κ.λπ.).