παρεμποδών
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
English (LSJ)
Adv.
A in the way, Procop. Gaz.Ep.127, Alex. Trall.2.
German (Pape)
[Seite 515] wie ἐμποδών, im Wege, hinderlich, nur Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμποδών: Ἐπίρρ., ὡς τὸ ἐμποδών, «ἐμπόδιον», Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 157.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ως εμπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + επίρρ. ἐμποδών «ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί εμπόδια»].