πεζοναύτης

From LSJ
Revision as of 15:54, 8 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

ο
1. ναύτης του πολεμικού ναυτικού που χρησιμοποιείται σε ειδικές πολεμικές επιχειρήσεις και κυρίως σε αποβατικά αγήματα
2. (στους Άγγλους και στους Αμερικανούς) μέλος του πληρώματος πολεμικού πλοίου που εκτελεί χρέη φρουρού στο πλοίο και στην ξηρά
3. (ιδίως στον πληθ.) οι πεζοναύτες
δυνάμεις του στρατού ξηράς, ειδικά εκπαιδευμένες για τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων, σε συνεργασία με το πολεμικό ναυτικό και την αεροπορία, που προορίζονται για την εξουδετέρωση προγεφυρωμάτων κοντά στις ακτές, για την κάλυψη της αποβατικής ενέργειας του όγκου τών επιτιθέμενων δυνάμεων, για την άμυνα θαλάσσιων ακτών και, τέλος, για την ασφάλεια λιμανιών και παράκτιων στόχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ναύτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πεζοναύται, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ἐφημερίς].