πειθοδικαιόσυνος

From LSJ
Revision as of 18:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθοδῐκαιόσῠνος Medium diacritics: πειθοδικαιόσυνος Low diacritics: πειθοδικαιόσυνος Capitals: ΠΕΙΘΟΔΙΚΑΙΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: peithodikaiósynos Transliteration B: peithodikaiosynos Transliteration C: peithodikaiosynos Beta Code: peiqodikaio/sunos

English (LSJ)

ον,

   A pleading the cause of justice or obedient to justice, PMag.Lond.46.403.

Spanish

defensor de la causa de la justicia

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πείθεται, που υπακούει και πειθαρχεί στο έργο της δικαιοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + δικαιοσύνη.