πεμφιγώδης

From LSJ
Revision as of 07:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμφῑγώδης Medium diacritics: πεμφιγώδης Low diacritics: πεμφιγώδης Capitals: ΠΕΜΦΙΓΩΔΗΣ
Transliteration A: pemphigṓdēs Transliteration B: pemphigōdēs Transliteration C: pemfigodis Beta Code: pemfigw/dhs

English (LSJ)

ες, (πέμφιξ)

   A accompanied by vesicular eruption, Hp. Epid.6.1.14, cf. Gal. adloc. (17(1).878), Id.19.399; πεμφιδ-, Hsch.

German (Pape)

[Seite 554] ες, blasig, voll Blasen, von blasenähnlichem Ansehen, Hippocr. u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πεμφῑγώδης: -ες, (εἶδος) ἀμφίβ. ἐπίθ. τοῦ πυρετός, φλυκταινώδης ἢ σχηματίζων οἰδήματα, Ἱππ. 1165F· ἴδε Foës Oec.

Greek Monolingual

και (κατά τον Ησύχ.) πεμφιδώδης, -ῶδες, Α πέμφιξ, -ιγος]
(κυρίως για τον πυρετό) αυτός που συνοδεύεται από έκχυση πομφολύγων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεμφιγώδης -ες [πέμφιξ: puist] puistig.