περιαιρώ
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ αιρώ
1. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει κάτι άλλο, βγάζω το εξωτερικό περίβλημα («δέρματα σωμάτων περιαιροῡσα», Πλάτ.)
2. (γενικά) αφαιρώ, αποσπώ («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ)
αρχ.
1. (σχετικά με τείχη) κατεδαφίζω, καταστρέφω («ἐκέλευέ σφεας τὸ τεῑχος περιαιρέειν», Ηρόδ.)
2. αναιρώ υπόσχεση
3. διαγράφω κάποιο κονδύλιο από έναν λογαριασμό
4. μέσ. περιαιοῦμαι, -έομαι
α) (με ενεργ. σημ.) αφαιρώ («ἁπάντων... τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο», Δημοσθ.)
β) αφαιρώ κάτι δικό μου («περιελόμενος τὴν σφρηγῑδα», Ηρόδ.)
5. (μέσ.-παθ.) αποστερούμαι κάποιου, απογυμνώνομαι από κάποιον ή από κάτι («περιαιρεθείς... τὰ ὄντα», Δημοσθ.).