περικάδομαι
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
Dor. for -κήδομαι.
Greek (Liddell-Scott)
περικάδομαι: Δωρ. ἀντὶ -κήδομαι, μάλα ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. Ν. 10, 100.
English (Slater)
περικᾱδομαι
1 care for c. gen. (Διόσκουροι) ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (N. 10.54)
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. περικήδομαι.
Greek Monotonic
περικάδομαι: Δωρ. αντί -κήδομαι.