πενθερίδης
From LSJ
English (LSJ)
later for πενθεριδεύς.
Greek (Liddell-Scott)
πενθερίδης: ὁ, ὁ τῆς γαμετῆς ἀδελφός, γυναικάδελφος, Θεοδώρη τ. τ. 1, σ. 522, κλ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. τ.) πενθεριδεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός κατά τα πατρωνυμικά σε -ίδης (πρβλ. Κρον-ίδης)].