ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
πελιδνοῦμαι, -όομαι, ΝΜΑ πελιδνόςγίνομαι πελιδνός, αποκτώ ωχρό, μαυροκίτρινο χρώμανεοελλ.χάνω το χρώμα μου από φόβο.