πεταχτάρα
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
η, Ν
ψωμί που ζημώθηκε και ψήθηκε βιαστικά, αλλ. πεταχτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός (< πετώ) + κατάλ. -άρα (πρβλ. τρομάρα)].