καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Full diacritics: πετασμός | Medium diacritics: πετασμός | Low diacritics: πετασμός | Capitals: ΠΕΤΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: petasmós | Transliteration B: petasmos | Transliteration C: petasmos | Beta Code: petasmo/s |
ὁ,
A spreading out, Al.Nu.23.22.
[Seite 604] ὁ, das Ausbreiten, Sp.
ὁ, ΜΑ πετάννυμι
1. η έκταση, το άπλωμα
2. η πτήση, το πέταγμα.