πνιγμονή
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
ἡ, = πνιγμός (choking, being choked, suffocation, crushing, stifling heat, stewing), Herm. in Phdr. p. 163A. (pl.), Sch. E. Ph. 327, Hdn. Epim. 111.
German (Pape)
[Seite 641] ἡ, = Folgdm; Schol. Eur. Phoen. 331; Hdn. epimer. 111.
Greek (Liddell-Scott)
πνιγμονή: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 111.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
ιατρ. ασφυξία προκαλούμενη από μηχανική απόφραξη τών ανώτερων αναπνευστικών οδών λόγω στραγγαλισμού, εισρόφησης ξένου σώματος κ.ά. αιτίων
νεοελλ.
πνιγηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνιγμός + -μονή (< -μων), πρβλ. πῆμα: πημονή, φλέγμα: φλεγμονή.