ποδοβολώ
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
-έω, Ν
προκαλώ θόρυβο με το βάδισμα ή με τον τροχασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + -βολώ (-βόλος < βάλλω), πρβλ. γεννοβολώ, σπιθοβολώ].