σπιθοβολώ
From LSJ
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
-άω, Ν
1. σπινθηροβολώ, εκπέμπω σπινθήρες («σπιθοβόλαγε η φωτιά»)
2. εκπέμπω λάμψη, είμαι λαμπερός, φεγγοβολώ («τα μάτια της σπιθοβολούσαν μέσα στο σκοτάδι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπίθα + -βολώ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. αστραποβολώ].