ποικιλογενής

From LSJ
Revision as of 17:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλογενής Medium diacritics: ποικιλογενής Low diacritics: ποικιλογενής Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: poikilogenḗs Transliteration B: poikilogenēs Transliteration C: poikilogenis Beta Code: poikilogenh/s

English (LSJ)

ές,    A = αἰολόφυλος, Sch.Opp.H.1.617.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής)].