ποικιλογενής
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ποικιλογενές, = αἰολόφυλος, Sch.Opp.H.1.617.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -γενής (< γένος), πρβλ. θεογενής)].