ποικιλογενής

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλογενής Medium diacritics: ποικιλογενής Low diacritics: ποικιλογενής Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: poikilogenḗs Transliteration B: poikilogenēs Transliteration C: poikilogenis Beta Code: poikilogenh/s

English (LSJ)

ποικιλογενές, = αἰολόφυλος, Sch.Opp.H.1.617.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -γενής (< γένος), πρβλ. θεογενής)].