πολυτονικός
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
polytonic
French
polytonique
German
vieltönig, polytonisch
Dutch
meertonig, meertonige
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
φρ. «πολυτονικό σύστημα»
γραμμ. παλαιότερος τρόπος γραφής τών λέξεων, κατά τον οποίο χρησιμοποιούνταν στον τονισμό τών λέξεων τα πνεύματα και η περισπωμένη, δηλ. όλα τα τονικά σημεία της Αρχαίας Ελληνικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τονικός (< τόνος), πρβλ. μονο-τονικός.