πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
ους, ουν :
contr. att.
v. πρόνοος.
-ουν, Α
βλ. πρόνοος.
πρό-νους, ουν, = προμηθής
careful, Hdt.:—comp. προνούστερος, Soph.