προμετωπίδα
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
η / προμετωπίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σελίδα βιβλίου στην οποία αναγράφεται ολόκληρος ο τίτλος του
2. χώρος σελίδας περιοδικού ή εφημερίδας στον οποίο αναγράφεται ο τίτλος
3. εικόνα εκτός κειμένου η οποία τοποθετείται απέναντι από τον εσωτερικό τίτλο ενός βιβλίου
αρχ.
1. είδος κοσμήματος που τοποθετείται μπροστά στο μέτωπο («προμετωπίδες χρυσαῑ», Καλλίξ.)
2. πρόσοψη λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμέτωπος + επίθημα -ίς / -ίδα (πρβλ. επιγονατίδα)].