προσαλείφω
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
A rub or smear upon, ἑκάστῳ φάρμακον ἄλλο Od.10.392. II besmear, τὰ ἄκρα τῶν κεράτων Plu.2.559f:—Pass., ib. 911e.
German (Pape)
[Seite 748] daran streichen, schmieren; τινί τι, Od. 10, 392; Plut. S. N. V. 16.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰλείφω: ἐπαλείφω, ἑκάστῳ φάρμακον ἄλλο Ὀδ. Κ. 392. ΙΙ. ἀλείφω, χρίω, τὰ κέρατα Πλούτ. 2. 559F. ― Παθ., αὐτόθι 911D.
French (Bailly abrégé)
enduire, acc. ; τινί τι appliquer un enduit, un onguent sur qqn.
Étymologie: πρός, ἀλείφω.
Greek Monolingual
Α ἀλείφω
1. τρίβοντας αλείφω κάτι, επιχρίω
2. αλείφω.
Greek Monotonic
προσᾰλείφω: μέλ. -ψω, τρίβω ή αλείφω πάνω σε, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ.