προπωλητής

From LSJ
Revision as of 16:32, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπωλητής Medium diacritics: προπωλητής Low diacritics: προπωλητής Capitals: ΠΡΟΠΩΛΗΤΗΣ
Transliteration A: propōlētḗs Transliteration B: propōlētēs Transliteration C: propolitis Beta Code: propwlhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = προπώλης (one who buys for another, one who negotiates a sale, broker), PGrenf. 1.36.8 (i BC), PAmh. 2.51.28 (i BC).

German (Pape)

[Seite 742] ὁ, = προπώλης, Inscr. Aeg. Papyr. Böckh p. 5.

Greek (Liddell-Scott)

προπωλητής: προπώλης, Πάπυρ. Leid N. II 12. M. II 6.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ήτρια, ΝΑ προλωλῶ
νεοελλ.
άτομο που προπωλεί προϊόντα από πριν, δηλαδή προτού είναι έτοιμα για παράδοση
αρχ.
μεσίτης, προπώλης.