προσστρατοπεδεύω
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
A encamp near, [πόλει] Plb.1.42.8, al., cf. D.S. 14.17.
German (Pape)
[Seite 780] auch als dep. med., sich dabei lagern, τῇ πόλει, Pol. 1, 42, 8, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προσστρατοπεδεύω: στρατοπεδεύω πλησίον, τόπῳ Πολύβ. 1. 42, 8, κτλ.
French (Bailly abrégé)
venir camper près de, τινι.
Étymologie: πρός, στρατοπεδεύω.
Greek Monolingual
Α
στρατοπεδεύω κοντά σε έναν τόπο («προσστρατοπεδεύω τῇ πόλει», Πολ.).
Greek Monotonic
προσστρατοπεδεύω: μέλ. -σω, στρατοπεδεύω κοντά, τόπῳ, σε Πολύβ.