προστατικός

Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a προστάτης 11.1, ἐκ π. ῥίζης ἐκβλαστάνει [τύραννος] Pl.R. 565d.    2 magnificent, τὸ τῆς τιμῆς σεμνὸν καὶ π. Plb.6.33.9, al. Adv. -κῶς, σεμνῶς καὶ π. Id.5.88.4.    3 ready to champion or protect, π. καὶ βοηθητικός Plu.Thes.36.    4 -κόν, τό, name of a charge included in a lease, POxy.590 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 782] ή, όν, zum Vorsteher gehörig, Plat. Rep. VIII, 565 d u. Folgde; ἐπισημασία εὐνοϊκὴ καὶ προστατική, des Wohlwollens und der Ehre, Pol. 6, 6, 8; τὸ τῆς τιμῆς σεμνὸν καὶ προστατικόν, 6, 33, 9; u. so auch σεμνῶς καὶ προστατικῶς, 5, 88, 4; Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le président, le chef, le patron.
Étymologie: προστάτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προστατικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό υγρό»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο προστατικός
αυτός που πάσχει από νόσο του προστάτη
3. φρ. «προστατική μοίρα ουρήθρας» — το αρχικό τμήμα της ανδρικής ουρήθρας που διασχίζει τον προστάτη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προστάτη, σε αρχηγό («ἐκ προστατικῆς ῥίζης ἐκβλαστάνει τύραννος», Πλάτ.)
2. αυτός που είναι έτοιμος, πρόθυμος να παράσχει προστασία («προστατικὸς καὶ βοηθητικός», Πλούτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστατικόν
α) ύφος που ταιριάζει σε αρχηγό
β) συνεκδ. μεγαλοπρεπές ύφος
γ) υποχρέωση, απαίτηση που περιλαμβάνεται σε συμβόλαιο μίσθωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προστάτης. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. prostatic < prostate < προστάτης].

Greek Monotonic

προστᾰτικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον προστάτη (σημασία II), σε Πλάτ.
2. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κοινωνική τάξη ή σε τιμή, σε Πολύβ.