προὐξεπίσταμαι
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
contr. for προεξεπίσταμαι.
German (Pape)
[Seite 794] d. i. προεξεπ., vorher wissen, Aesch. Prom. 101. 701.
French (Bailly abrégé)
contr. de προεξεπίσταμαι.
Greek Monolingual
Α
βλ. προεξεπίσταμαι.