προϋποφεύγω
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
A escape secretly before, Suid.s.v. διώκειν.
German (Pape)
[Seite 795] (s. φεύγω), vorher heimlich fliehen, Suid. v. διώκειν.
Greek (Liddell-Scott)
προϋποφεύγω: φεύγω κρυφίως πρότερον, Σουΐδ. ἐν λ. διώκειν.