πτολιπόρθης

From LSJ
Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτολιπόρθης Medium diacritics: πτολιπόρθης Low diacritics: πτολιπόρθης Capitals: ΠΤΟΛΙΠΟΡΘΗΣ
Transliteration A: ptolipórthēs Transliteration B: ptoliporthēs Transliteration C: ptoliporthis Beta Code: ptolipo/rqhs

English (LSJ)

   A v. πτολίπορθος.

German (Pape)

[Seite 811] ὁ, = πτολίπορθος, Aesch. Ag. 459.

Greek (Liddell-Scott)

πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, ἴδε πτολίπορθος.

French (Bailly abrégé)

ου;
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πτολίπορθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πτολίπορθος, κατά τα αρσ. σε -ης].

Greek Monotonic

πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, = πτολίπορθος, σε Αισχύλ.