ἀπαστράπτω
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
A flash forth, Arat.430, Opp.C.1.220; αὐγὴ ἀ. λίθων J.AJ3.8.9: c. acc. cogn., φέγγος Ph.1.150, al.; αἴγλην Opp.C.3.479; φάος Procl.H.7.31, cf. Luc.Gall.7, Iamb.Myst.2.3.
German (Pape)
[Seite 281] (wie einen Blitz) ausstrahlen, Glanz von sich geben, αἴγλην Ep. ad. 597 (X, 399); παιδὸς κάλλος οἷα φλόγα προφαίνων Ἔρως ἀπαστράπτει Mel. 19 (XII. 84).