ῥιγαλέος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, (ῥῖγος)
A cold, chilling, ὄμβρος Emp.21.5.
German (Pape)
[Seite 841] schaurig, kalt; ὄμβρος, Empedocl. 72; Arist. de gener. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑγᾰλέος: -α, -ον, (ῥῑγος) ψυχρός, παγετώδης, ὄμβρος Ἐμπεδ. 124.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α
αυτός που προκαλεί ρίγος, ψυχρός («ῥιγαλέος ὄμβρος», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + επίθημα -αλέος (πρβλ. ἀργαλέος)].
Russian (Dvoretsky)
ῥῑγᾰλέος: холодный (ὄμβρος Emped.).